- αζήλευτος
- -η, -ο [ζηλεύω]1. αυτός που δεν τόν ζηλεύουν, δεν τόν φθονούν2. αυτός που δεν ζηλεύει, που δεν είναι ζηλιάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζήλευτος — η, ο αυτός που δεν είναι άξιος να προκαλέσει τη ζήλια: Τα πλούτη, όπως τα χε αποχτήσει, ήταν πλούτη αζήλευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)